-
1 συγκαταβατικός
η, ό[ν]1) снисходительный, мягкий; терпимый; уступчивый; 2) сходный, приемлемый, выгодный (о цене и т. п.);συγκαταβατικες προτάσεις — приемлемые условия;
σε συγκαταβατική τιμή — по сходной цене
-
2 τιμή
η1) честь;ζήτημα τιμής — дело, вопрос чести;
λόγος τιμής — честное слово;
θίγω την τιμή κάποιου — задеть чью-л. честь;
ορκίζομαι στην τιμή μου — клянусь честью;
θεωρώ τιμή μου... — я считаю за честь...;
του έλαχε η τιμή — ему выпала
честь;2) честь, почтение, уважение; почёт; почесть;διατελώ μετά τιμής... — с почтением... (в письмах);
στρατιωτικές τιμές — воинская почесть;
κάνω την τιμή — оказывать честь, почёт;
αποδίδω τιμές — воздавать почести;
απονέμω (τάς) τιμάς — воен, отдавать честь;
3) цена; стоимость; курс;σταθερές ( — или ωρισμένες) τιμές — твёрдые цены;
αγοραστική (χοντρική, λιανική, εξευτελιστική) τιμή — закупочная (оптовая, розничная, бросовая) цена;
χαμηλές τιμές — низкие цены;
τρέχουσα τιμή — существующая цена;
επίσημη τιμή — официальный курс;
σε συγκαταβατική τιμή — по сходной цене;
χάνω την τιμή — обесцениваться;
πτώση (δψωση) των τιμών — снижение или падение (рост) цен;
πέφτει (ανεβαίνει) η τιμή — падать (повышаться) в цене;
φουσκώνω τίς τιμές — взвинчивать (вздувать) цены;
§ 2χω ( — или λαμβάνω) την τιμή να... — имею честь...;
προς τιμή — а) в честь (кого-л.); — б) к чести (кого-л.);
τιμής ενεκεν — из уважения к заслугам (лат. honoris causa)
См. также в других словарях:
συγκαταβατικός — ή, ό / συγκαταβατικός, ή, όν, ΝΜΑ [συγκατάβασις] 1. επιεικής, ενδοτικός, ήπιος 2. καταδεκτικός νεοελλ. αυτός που γίνεται με συγκατάβαση, αυτός που ενέχει συγκατάβαση («συγκαταβατική λύση»). επίρρ... συγκαταβατικώς / συγκαταβατικῶς ΝΜΑ, και… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
συγκαταβατικός — ή, ό επίρρ. ά 1. καταδεκτικός, καλόβολος, επιεικής: Χαμογέλασε συγκαταβατικά. 2. «συγκαταβατική τιμή», τέτοια που συμφέρει στον αγοραστή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)