Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

σε συγκαταβατική

См. также в других словарях:

  • συγκαταβατικός — ή, ό / συγκαταβατικός, ή, όν, ΝΜΑ [συγκατάβασις] 1. επιεικής, ενδοτικός, ήπιος 2. καταδεκτικός νεοελλ. αυτός που γίνεται με συγκατάβαση, αυτός που ενέχει συγκατάβαση («συγκαταβατική λύση»). επίρρ... συγκαταβατικώς / συγκαταβατικῶς ΝΜΑ, και… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • συγκαταβατικός — ή, ό επίρρ. ά 1. καταδεκτικός, καλόβολος, επιεικής: Χαμογέλασε συγκαταβατικά. 2. «συγκαταβατική τιμή», τέτοια που συμφέρει στον αγοραστή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»